- τοξοποιώ
- -έω, Α [τοξοποιός]1. δίνω σε κάτι σχήμα τόξου2. φρ. «τοξοποιεῑν τὴν ὀφρῡν εἴς τινα» — κοιτάζω κάποιον συνοφρυωμένος, οργισμένος (Λόγγ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek